Η πολιτική κάνει ντρίμπλες Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
«Η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου δεν πρέπει να επεμβαίνει στις
εσωτερικές υποθέσεις της κάθε χώρας. Ούτε μπορεί να χρησιμοποιείται ως
όπλο ώστε να πιεστεί μια κυβέρνηση και να αλλάξει την πολιτική της σε
ό,τι αφορά τον αθλητισμό». Αυτά έγραφε το 1963 ο σερ Στάνλεϊ Ρους, ο
βρετανός πρόεδρος της FIFA, απαντώντας στις εκκλήσεις της Αφρικανικής
Ενωσης Ποδοσφαίρου.
Πολιτικοί
κρατούμενοι υπό περιορισμό, στο στάδιο Σαντιάγκο της Χιλής μετά το
πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Αλιέντε. Στο στάδιο θα γινόταν ο αγώνας
για το Παγκόσμιο Κύπελλο μεταξύ Χιλής και ΕΣΣΔ, αλλά οι Σοβιετικοί
αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.
Οι αφρικανικές χώρες
στηλίτευαν την πολιτική της Νότιας Αφρικής που η ομάδα της αποτελούνταν
μόνο από λευκούς παίκτες, εφαρμόζοντας το απαρτχάιντ και στο
ποδόσφαιρο. Αλλά, όπως διαβάζουμε στην ενδιφέρουσα μελέτη «100 Years of
Football: The FIFA Centennial Book» (Εκδ. Weidenfeld & Nicolson), η
FIFA προτίμησε να μην ανακατευτεί, αφού το πρόβλημα ήταν εσωτερικό.
Μόνο δέκα χρόνια μετά ο Ρους αναγκάστηκε να απολογηθεί για τη στάση
του, όταν η πάλη κατά του απαρτχάιντ έγινε διεθνές ζήτημα.
Θα διασφαλιστεί η τάξη;
Τώρα η Δημοκρατία της Νότιας Αφρικής δεν αντιμετωπίζει τέτοια
προβλήματα. Τα δημοσιεύματα όμως στο διεθνή τύπο αναρωτιούνται κατά
πόσο το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο που κυβερνάει είναι ικανό να
διασφαλίσει την τάξη και την ασφάλεια κατά τη διάρκεια των αγώνων του
Παγκόσμιου Κυπέλλου. Ηδη έχουν ασχοληθεί αρκετά με την άγρια δολοφονία
του Γιούτζιν Τέρε Μπλανς, ηγέτη του Εθνικιστικού Κόμματος της Νότιας
Αφρικής και φανατικού ρατσιστή, ο οποίος τη δεκαετία του '80 απειλούσε
με εμφύλιο πόλεμο αν δοθούν πολιτικά δικαιώματα στους μαύρους. Ο
ρατσιστής κατακρεουργήθηκε στις αρχές του Απριλίου από ομάδα μαύρων στη
φάρμα του, ενώ έγιναν γνωστά και περιστατικά όπου ομάδες μαύρων με
ματσέτες και περίστροφα τριγυρνούσαν στις φάρμες των λευκών εποίκων,
σκοτώνοντας και λεηλατώντας. Ετσι λοιπόν τα μέσα ενημέρωσης
αναρωτιούνται αν το Παγκόσμιο Κύπελλο θα είναι όντως μια «γιορτή του
ποδοσφαίρου» ή θα γνωρίσει η χώρα φαινόμενα σαν της Ρουάντα, με σφαγές
λευκών, όπως προβλέπουν τρομοκρατικά οι πιο συντηρητικοί σχολιαστές.
* Πάντως, παρά το γνωστό κλισέ περί γιορτής του
αθλητισμού, το ποδόσφαιρο ποτέ δεν υπήρξε μια απλή αθλητική διοργάνωση.
Αλλοτε ήταν η αφορμή ενός πολέμου, άλλοτε στήριξε δικτάτορες και άλλοτε
προκάλεσε εθνικιστικό παραλήρημα. Συνδέθηκε με τον πόλεμο στα
χαρακώματα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου όταν ο βρετανός λοχαγός Νέβιλ,
στην πολύνεκρη μάχη του Σομ, έδωσε το σύνθημα της επίθεσης κατά των
γερμανικών στρατευμάτων κλοτσώντας μια μπάλα προς τη μεριά τους. Ενώ
πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1934, ο Μουσολίνι διεκδίκησε και
πήρε τη διοργάνωση του Παγκόσμιου Κυπέλλου στη Ιταλία. Κι αυτό επειδή
όπως έλεγε: «Μια επιτυχία της Ιταλίας θα ήταν η καλύτερη διαφήμιση για
την ενεργητικότητα της νεολαίας και του αθάνατου ρωμαϊκού κράτους». Η
Ιταλία νίκησε με τη βοήθεια του σουηδού διαιτητή.
* Δύο χρόνια πριν, ενώ μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος
στην Ισπανία, δύο ομάδες ποδοσφαίρου θα γίνονταν σύμβολα των δύο
αντιμαχόμενων πλευρών, μια παράδοση που συνεχίζεται έως τις μέρες μας.
Από την μια ήταν η Ρεάλ Μαδρίτης, η αγαπημένη του πραξικοπηματία Φράνκο
και των φασιστών, και από την άλλη ήταν η Μπαρτσελόνα, το σύμβολο της
εξεγερμένης πόλης. Μια ομάδα που στη διάρκεια του Εμφυλίου έδινε
φιλικούς αγώνες στο εξωτερικό για να προπαγανδίζει τον αγώνα της
Δημοκρατίας.
* Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το ποδόσφαιρο έπαιξε και
αυτό τον ρόλο του. Η FIFA είχε μείνει ανενεργή και αμήχανη, αφού νέες
χώρες κάτω από ναζιστική κατοχή, όπως η Κροατία ή η Σλοβακία, δήλωναν
ανεξάρτητες και ζητούσαν να ενταχθούν ως ξεχωριστά μέλη στην
Ομοσπονδία. Στα γήπεδα όμως της κατεχόμενης Ευρώπης, οι ναζί έπαιζαν
μπάλα. Η πιο τραγική ιστορία είναι αυτή που συνέβη στην Ουκρανία με τη
Δυναμό Κιέβου, όπου η ουκρανική ομάδα νίκησε σε τρεις αγώνες την
επίλεκτη ομάδα των ναζί. Κι αυτοί την εκδικήθηκαν οδηγώντας τους
νικητές ποδοσφαιριστές στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
* Ο πιο γνωστός πόλεμος για το ποδόσφαιρο είναι ο
περιβόητος πόλεμος του ποδοσφαίρου το 1969. Ο αγώνας των εθνικών ομάδων
του Ελ Σαλβαδόρ και της Ονδούρας για την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο
του 1970, μαζί με τον φανατισμό που προωθούσαν οι κυβερνήσεις των δύο
χωρών για να ξεχαστούν τα εσωτερικά τους προβλήματα, οδήγησε σε
πραγματική πολεμική σύρραξη. Ο πόλεμος κράτησε 100 ώρες, κόστισε 6.000
νεκρούς και μια εμπόλεμη κατάσταση στα σύνορα που διατηρήθηκε για μία
ολόκληρη δεκαετία. Για την ιστορία, στον αγώνα νίκησε το Ελ Σαλβαδόρ,
αλλά δικά του ήταν τα στρατεύματα που επιτέθηκαν, μετά τη νίκη, στην
Ονδούρα.
* Στη Νότια Αμερική, πάλι, μία δεκαετία μετά, το
1978, το ποδόσφαιρο θα χρησιμοποιήσει ο αργεντίνος δικτάτορας Χόρχε
Ραφαέλ Βιδέλα για να στηρίξει το καθεστώς του. Ετσι, μέσω πολιτικών
πιέσεων και υπόγειων συναλλαγών κατάφερε ώστε η ομάδα της Αργεντινής να
νικήσει το φαβορί, την ομάδα του Περού με 6-0, για να περάσει στον
τελικό και να πάρει το Κύπελλο. Στις διαπραγματεύσεις των αποδυτηρίων
συμμετείχε μέχρι και ο Χένρι Κίσινγκερ, τότε υπουργός Εξωτερικών των
ΗΠΑ.
* Σίγουρα τα γήπεδα ήταν τα πεδία όπου λύνονταν και
οι διαφορές ανάμεσα στα κράτη. Γι' αυτό και το 1986 ο Αργεντίνος
Μαραντόνα μετά τη νίκη της ομάδας του κατά της Βρετανίας φώναζε μαζί με
τους συμπαίκτες του «τσακίσαμε τους Εγγλέζους» ως μια ρεβάνς για την
ήττα στον πόλεμο των Φόκλαντς, λίγα χρόνια πριν.
* Αντίθετα, στη Γιουγκοσλαβία το ποδόσφαιρο σήμανε
την έναρξη του εμφυλίου πολέμου που θα οδηγούσε στη διάλυσή της. Το
Μάιο του 1990, λίγες εβδομάδες πριν ο εθνικιστής Τούζμαν εκλεγεί
πρόεδρος, στον αγώνα μεταξύ της Ντιναμό Ζάγκρεμπ με τον Ερυθρό Αστέρα
στο Ζάγκρεμπ, οι οπαδοί των δύο ομάδων συγκρούστηκαν με λύσσα. Ο αγώνας
διακόπηκε και ουσιαστικά ξεκίνησε ο πολύχρονος πόλεμος. Σύμφωνα με τους
πολεμικούς ανταποκριτές, οι φανατικοί οργανωμένοι οπαδοί των δύο ομάδων
ήταν αυτοί που συγκρότησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου τις
παραστρατιωτικές ομάδες των Κροατών και των Σέρβων. Ηταν αυτοί που
έκαναν τη βρόμικη δουλειά, τις ομαδικές δολοφονίες, το πλιάτσικο και το
κάψιμο των χωριών που ανήκαν στον εχθρό.
* Λιγότερο γνωστή είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην
Αλγερία και την Αίγυπτο το 1989. Ο αγώνας των δύο εθνικών ομάδων
κατέληξε σε νίκη της Αιγύπτου που πήρε το εισιτήριο για το Μουντιάλ της
Ιταλίας το 1990. Ομως μετά τον αγώνα ξέσπασε μάχη ανάμεσα στους οπαδούς
των δύο ομάδων με πολλούς τραυματίες. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν
οι κυβερνήσεις των δύο κρατών άρχισαν να αλληλοκατηγορούνται. Η Αλγερία
κατηγόρησε την Αίγυπτο για προδοσία, εγκατάλειψη των Παλαιστινίων και
δειλία απέναντι στο Ισραήλ. Ενώ η Αίγυπτος τους ανταπέδωσε τα πυρά
μιλώντας για άξεστους και απολίτιστους, που δεν αξίζουν να αποκαλούνται
Αραβες. Πέρυσι η ιστορία επαναλήφθηκε για το Παγκόσμιο Κύπελλο του
2010. Υπήρξαν ξανά συγκρούσεις, δημιουργήθηκε ξανά διπλωματικό
επεισόδιο, αφού οι χώρες ανακάλεσαν τους πρεσβευτές τους και μέχρι και
ο Καντάφι προσφέρθηκε ως ειρηνοποιός.
«Οι κοινωνιολόγοι παρατηρούν καθημερινά ότι το
μοναδικό είδος αυθόρμητης βίας που δεν ασκούν μονοπωλιακά το κράτος ή
οι δυνάμεις καταστολής των ΗΠΑ ανά τον πλανήτη είναι η βία που
προκύπτει από τα αθλητικά πάθη» σημειώνει με την απαραίτητη δόση
σαρκασμού ο Μανουέλ Βαθκέθ Μονταλμπάν, στο βιβλίο που κυκλοφόρησε μετά
τον θάνατό του, «Ποδόσφαιρο - Μια θρησκεία σε αναζήτηση θεού, μια
θρησκεία σε χέρια πολυεθνικών» (Εκδόσεις «Μεταίχμιο»). Ενα βιβλίο όπου
στοχάζεται για το ποδόσφαιρο και τη σχέση του με την οικονομία και την
πολιτική, δίνοντας μια αιρετική ερμηνεία για το σήμερα. «Ισως τα πλήθη
με έναν σχετικό αυθορμητισμό», γράφει, «να έχουν ανακαλύψει έναν τρόπο
να συμμετέχουν στα κοινά και να επικοινωνούν ακολουθώντας ένα
τελετουργικό παρόμοιο ή ακόμα πιο ελκυστικό από εκείνο των θρησκειών ή
των πραγματικών πολιτικών σχηματισμών, τελετουργικό που έχει να κάνει
αποκλειστικά με την καθημερινότητα, αφού οριστικά πλέον έχει τεθεί
εκτός ιστορίας η ελπίδα». *