Το κλασικό κάλλος και ο ναζιστικός κάλος Η σημερινή μας εικόνα για το ναζισμό έχει, σε μεγάλο βαθμό, πλαστεί από
τη μαζική κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών, συνήθως χολιγουντιανής
προέλευσης, η οποία τείνει να του αποδίδει μια ιδιαίτερη αισθητική.
Τα
χαμόγελα της επιτυχίας. Αγνωστοι ναζί αξιωματικοί επισκέπτονται τον
Παρθενώνα. Οι Γερμανοί είχαν γνωρίσει την αρχαία Ελλάδα από τα σχολικά
τους χρόνια, όμως η επιλεκτική μνήμη του ναζισμού τούς επέτρεψε να
κρατήσουν ό,τι χρειάζονταν και να απορρίψουν ό,τι δεν τους βόλευε.
Αισθητική βγαλμένη κατευθείαν από την προπαγάνδα των ίδιων των ναζί και
όχι πολύ συνεκτική, καθώς περιλαμβάνει τις ατσαλάκωτες μαύρες στολές
και τα αιχμηρά πηλήκια των Ες Ες, ατέλειωτες φάλαγγες αρρενωπών
ξανθομάλληδων να παρελαύνουν με το βήμα της χήνας, ομαδικές
μπιροκατανύξεις σε καπηλειά και ελκυστικές φραουλάιν που παραληρούν
αντικρίζοντας τον φίρερ. Και είναι σχεδόν πάντοτε διανθισμένη με
εικαστικές αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα, τις οποίες πρώτοι
πρόβαλαν οι ίδιοι οι ναζί.
Οι ναζί οικειοποιούνται την κλασική αρχαιότητα
Για παράδειγμα, η «Ολυμπία» (1938) της Λένι Ρίφενσταλ, μία από τις
γνωστότερες προπαγανδιστικές ταινίες του ναζισμού, δεν αφήνει
αμφιβολίες όσον αφορά την προσπάθειά του να συνδεθεί με την κλασική
Ελλάδα. Αντικείμενό της, βέβαια, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Βερολίνου,
του 1936, που συστηματικά διαφήμισαν την ιδέα ότι στο Γ' Ράιχ αναβίωνε
το αρχαίο κλέος. Ερείπια της Ακρόπολης και της Ολυμπίας, λήψεις του
αττικού ουρανού ιδωμένου ανάμεσα από καλλίγραμμους κίονες, απαθείς
κούροι και μαρμάρινα αγάλματα γυμνών νέων εναλλάσσονταν με αρχαιόμορφα
γήπεδα της αναγεννημένης Γερμανίας, κλασικού κάλλους άριους αθλητές και
αθλήτριες, την κλασικότροπη πύλη του Βραδεμβούργου διακοσμημένη με
εθνικοσοσιαλιστικά εμβλήματα και, φυσικά, αμέτρητες εικόνες του φίρερ
να ανταποδίδει χαμογελαστός τον ναζιστικό χαιρετισμό στις εθνικές
ομάδες και στα φρενιασμένα πλήθη των φιλάθλων.
Αλλά η προσπάθεια του ναζισμού να αξιοποιήσει μια
βολική εκδοχή της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς είχε πολύ περισσότερες
όψεις. Σ' αυτήν εντάσσονταν, για παράδειγμα, τα μνημειακά αγάλματα του
Αρνο Μπρέκερ και του Γιόζεφ Τόρακ, που στηρίχτηκαν στις κλασικές
αναλογίες - τροποποιώντας τες, όμως, έτσι ώστε να τονίζουν την
επιθετικότητα των ανδροπρεπών ηρώων τους. Η μοντερνιστική αρχιτεκτονική
του Αλμπερτ Σπέερ επίσης παρέπεμπε στα πρότυπα της Ακρόπολης και της
Περγάμου.
Η άρνηση της σύγχρονης τέχνης
Η ανακύκλωση ενός απόμακρου παρελθόντος εν μέρει υπαγορεύθηκε από την
απέχθεια για τη σύγχρονη πρωτοπορία, η οποία αναδείκνυε φόρμες,
αισθήματα και πάθη πολύ διαφορετικά από εκείνα που άρεσαν στους ναζί. Η
μανία φυλετικής και αισθητικής κάθαρσης άγγιξε όλες τις μορφές της
τέχνης. Κήρυξαν «εκφυλισμένες» όλες τις μοντέρνες τεχνοτροπίες, από τον
ιμπρεσιονισμό και τον φωβισμό ώς το νταντά και το σουρεαλισμό,
περνώντας από τον κυβισμό, τον εξπρεσιονισμό και τη Νέα
Αντικειμενικότητα. Η «εκφυλισμένη τέχνη» (entartete Kunst) έγινε ένας
όρος-λάστιχο, ικανός να χωρέσει, για παράδειγμα, στη μουσική, από την
τζαζ και τα τσιγγάνικα βιολιά ώς την ατονικότητα του Αρνολντ Σένμπεργκ.
Καθώς, όμως, λίγη μουσική απέμενε αν απέκλειες μαύρους, Εβραίους και
Τσιγγάνους, και η επιστροφή στην τονικά αγνή αρχαιότητα παραήταν
δύσκολη, οι ναζί, προτιμώντας τον γερμανικό Μεσαίωνα, ανέδειξαν το κιτς
του Καρλ Ορφ. Από την άλλη μεριά, στην τυπογραφία, αντικατέστησαν αυτές
που ονομάζουμε γοτθικές γραμματοσειρές με τα άκαμπτα ρωμαϊκά στοιχεία.
Η επιστροφή στο παρελθόν, λοιπόν, δεν σήμαινε αναγκαστικά αποθέωση της
ελληνικής αρχαιότητας.
Αναμφίβολα, υπήρχαν ιδεολογικές παράμετροι αυτών
των επιλογών. Ο ίδιος ο Χίτλερ, με τις γνωστές καλλιτεχνικές του
ανησυχίες, είχε τονίσει ότι οι ελληνορωμαϊκές φόρμες ενσάρκωναν το
αμόλυντο από τον εβραϊσμό φυλετικό ιδανικό των αρίων, αντίθετα από τη
μοντέρνα τέχνη που είχε «εκφυλιστεί» στα χέρια των «σημιτών» (βλέπε
σχετικά το έργο του Henry Grosshans, «Hitler and the Artists», Holmes
& Meyer, Νέα Υόρκη 1983). Η ιδεολογική προτίμηση, μάλιστα,
συμπλεκόταν με πρακτικές μέριμνες. Το ναζιστικό κίνημα και έπειτα το
καθεστώς αναγνώριζαν τη σημασία της μαζικής κουλτούρας για τη μαζική
κινητοποίηση, την οποία μελέτησαν συστηματικά ο Γιόζεφ Γκέμπελς και το
επιτελείο του. Χρειάζονταν μια τέχνη εύληπτη και σαφή, ικανή να
στοιχίσει πίσω τους κάθε ορθοφρονούντα Γερμανό και, συνάμα, να
αποκλείσει τους φυλετικά απόβλητους, που έτειναν απεναντίας να
συγκινούνται από την «εκφυλισμένη τέχνη».
Προκρίνοντας την κλασική τέχνη, οι ναζί έδιναν ένα
πλαστό βάθος ιστορικού χρόνου στο πολιτικό τους σχέδιο και συνάμα
οικειοποιούνταν μια καλλιτεχνική διάλεκτο οικεία στο κοινό τους και
πλούσια σε ευπρεπείς συνηχήσεις. Η λατρεία της αρχαίας Ελλάδας στη
Γερμανία χρονολογούνταν από τον δέκατο όγδοο αιώνα, μεταξύ των
διανοούμενων, και αρχικά είχε συνήθως προοδευτικό πρόσημο· ο
κλασικισμός ήταν, μην το ξεχνάμε, η τέχνη της Γαλλικής Επανάστασης. Τον
καιρό της Ελληνικής Επανάστασης έθρεψε το μεγαλύτερο φιλελληνικό κίνημα
της Ευρώπης, ενώ στη συνέχεια εμπλουτίστηκε με τα ρατσιστικά
ιδεολογήματα που ήταν της μόδας τον δέκατο ένατο αιώνα, εξαπλώθηκε
μεταξύ των αστών κι έγινε κομμάτι του συλλογικού φαντασιακού.
Διευκολύνθηκε, μάλιστα, από την άνθηση του αντισημιτισμού που
ακολούθησε την πολιτική χειραφέτηση των Εβραίων.
Σπεύδοντας να αποταχθούν την «ιουδαϊκή» κληρονομιά
του χριστιανισμού, πολλοί προσέφευγαν πρόθυμα στο δήθεν φυλετικά καθαρό
αντίπαλο δέος, τους αριοποιημένους αρχαίους Ελληνες. Στις ιδεολογικές
ζυμώσεις του πρώιμου εικοστού αιώνα, μέσα από τις οποίες βγήκαν ο
ναζισμός και τα άλλα κινήματα της άκρας δεξιάς, οι αναφορές στην αυγή
του λεγόμενου ευρωπαϊκού πολιτισμού κατείχαν περίοπτη θέση. Μια καλή
περιγραφή τους βρίσκουμε στη μελέτη του Τζον Βάις, «Συντηρητισμός και
ριζοσπαστική δεξιά. Παραδοσιοκρατία, αντίδραση και αντεπανάσταση στην
Ευρώπη 1770-1945» (μετάφραση Μαρία Μυλωνά, εκδόσεις Θύραθεν,
Θεσσαλονίκη 2009).
Τυμβωρύχος ιδεών
Μολαταύτα, δεν θα έπρεπε να θεωρήσουμε πως τέτοιες αναφορές αποτελούσαν
οργανικό στοιχείο του ναζισμού. Μάλλον ο φασισμός γενικά (και, βέβαια,
η ναζιστική περίπτωσή του) ήταν αυτό που ο φιλελεύθερος ιστορικός
Τζορτζ Μος, δεινός μελετητής του, ονόμασε «τυμβωρύχος ιδεών» (στο
σημαντικό του δοκίμιο «Towards a General Theory of Fascism», στο George
L. Mosse, «Masses and Man. Nationalist and Fascist Perceptions of
Reality», Wayne State University Press, Ντιτρόιτ 1987). Μ' αυτό ο Μος
εννοεί ότι ο «φασιστικός μύθος» ενσωμάτωνε σε μια συνεκτική στάση ζωής
κάθε λογής απομεινάρια από ιδεολογίες και πολιτικές στάσεις που είχαν
προσελκύσει παλιότερα τις μάζες, από το ρομαντισμό και το
φιλελευθερισμό ώς το σοσιαλισμό, το δαρβινισμό και τη νέα τεχνολογία.
Ενα τέτοιο απομεινάρι ήταν, ας προσθέσουμε, και ο ψευδοκλασικισμός του.
Η
Λένι Ρίφενσταλ, πάνω, ήταν μία μέτρια ηθοποιός που αναδείχθηκε σε
ταλαντούχα σκηνοθέτιδα προπαγάνδας (κάτω), όταν ο Χίτλερ της διέθεσε τα
άφθονα μέσα που χρειαζόταν.
Ο ίδιος μύθος
περιλάμβανε μια «φασιστική ουτοπία», δηλαδή στη γερμανική περίπτωση το
Γ' Ράιχ, η οποία κατά περίπτωση αποκτούσε μοντέρνα ή αρχαϊκά
χαρακτηριστικά, καθώς και μια «αυθεντική» ή «οργανική» κοινότητα που
συνδύαζε την αρχαία δόξα με τα αστικά ιδανικά του δέκατου ένατου αιώνα.
Ολα αυτά, όμως, ο ναζισμός τα χρησιμοποιούσε εργαλειακά, στο βαθμό που
ταίριαζαν στους πολιτικούς σκοπούς του, και μόλις έπαυαν να του είναι
χρήσιμα τα απέρριπτε για να τα αντικαταστήσει με κάτι άλλο. Ετσι
ακριβώς χρησιμοποιούσε και την κλασική κουλτούρα - ή μάλλον κάποιες
κατάλληλα καθαρμένες και κωδικοποιημένες εκδοχές της. Η σχέση του
φασισμού με τις ιδέες είναι πολύ πιο επιδερμική από τη σχέση που έχουν
μ' αυτές ο φιλελευθερισμός ή ο σοσιαλισμός.
Πολιτικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις του φασισμού
Σε κάθε περίπτωση έχουν σημασία τα πολιτισμικά και ιδεολογικά στοιχεία
του φασισμού· και, πράγματι, παλιότερα, όταν αυτός έμοιαζε να αποτελεί
ζήτημα κυρίως ιστορικού ενδιαφέροντος, ήταν πιο δημοφιλής η
«κουλτουραλιστική» προσέγγισή του. Σήμερα, όμως, αντιμετωπίζουμε μια
κοινωνική πόλωση η οποία, καθώς διευκολύνει την αναβίωση της άκρας
δεξιάς, κάνει μάλλον επίκαιρες τις πολιτικές του προσεγγίσεις. Αυτές,
δηλαδή, που δίνουν έμφαση στις πολιτικές και όχι στις πολιτισμικές
διαστάσεις του φαινομένου. Την πιο ολοκληρωμένη ιστορική και συγκριτική
προσέγγιση των ευρωπαϊκών φασισμών διαθέτουμε στο έργο του αμερικανού
ιστορικού Ρόμπερτ Πάξτον, το οποίο έχει κυκλοφορήσει και στη γλώσσα μας
(Robert Paxton, «Η ανατομία του φασισμού», μετάφραση Κατερίνα
Χαλμούκου, Κέδρος, Αθήνα 2007).
Τούτη η προσέγγιση τονίζει, όπως άλλωστε έκανε και
ο Μος, ότι ο φασισμός τροποποιεί κατά βούληση τις ιδέες τις οποίες
επαγγέλλεται και, επομένως, δεν είναι ιδεολογία. Ο Πάξτον ορίζει το
φασισμό ως μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς η οποία χαρακτηρίζεται από
εμμονή στα μοτίβα της παρακμής, της ταπείνωσης ή της θυματοποίησης της
εθνικής κοινότητας και από την αντισταθμιστική λατρεία της ενότητας,
της ενεργητικότητας και της καθαρότητας. Στα φασιστικά καθεστώτα, ένα
κόμμα με μαζική βάση στρατευμένων εθνικιστών συνεργάζεται με τις
παραδοσιακές ελίτ για να καταλύσει τις δημοκρατικές ελευθερίες και να
προωθήσει, χρησιμοποιώντας βία χωρίς ηθικούς ή νομικούς φραγμούς, τους
στόχους της εσωτερικής εκκαθάρισης και της εξωτερικής επέκτασης. Η
πολιτισμική επένδυση τέτοιων στόχων παίζει μάλλον δευτερεύοντα ρόλο.
Η θεώρηση αυτή, λοιπόν, εστιάζει την προσοχή της
στις ιστορικές διαδικασίες και τις πολιτικές επιλογές οι οποίες
διαμορφώνουν το φασισμό. Εξετάζει συγκριτικά την τροχιά των φασιστικών
κινημάτων και καθεστώτων, προσπαθώντας να δει «το φασισμό σε δράση», ως
μία σειρά διαδικασιών που εκτυλίσσονται ιστορικά, και παρακολουθεί τις
πρωτεϊκές του μεταλλάξεις καθώς αυτός προσαρμόζεται (ή, συχνότερα,
αποτυχαίνει να προσαρμοστεί) για να καταλάβει τον διαθέσιμο πολιτικό
χώρο. Αν δούμε απ' αυτήν τη σκοπιά τις πολιτισμικές επιλογές των ναζί,
δηλαδή σαν κατά βάση σύντυχες, εργαλειακές και αναλώσιμες, τις
εκτιμούμε πολύ διαφορετικά απ' ό,τι αν τις πάρουμε τοις μετρητοίς και
φανταστούμε πως αυτές δήθεν καθόρισαν τις πολιτικές τους επιλογές και
εν τέλει την πορεία του κινήματός τους.
Ηταν απαραίτητη στο ναζισμό η κλασική αρχαιότητα;
Ας αναρωτηθούμε, συγκεκριμένα, κατά πόσον ήταν άραγε απαραίτητες στο
ναζισμό οι αρχαιοελληνικές αναφορές του. Μπορούμε, δηλαδή, να
φανταστούμε έναν ναζισμό χωρίς τέτοιες αναφορές; Η απάντηση εδώ είναι
πως όχι απλώς μπορούμε να τον φανταστούμε, αλλά πράγματι γνωρίσαμε
ιστορικά μια τέτοια μορφή ναζισμού. Στην Ουγγαρία από το 1919 ώς το
1944 κυριάρχησε ένα καθεστώς που άσκησε εσωτερική πολιτική παρόμοια με
των ναζί (στην πραγματικότητα ο Χίτλερ το θαύμαζε και από πολλές
απόψεις το μιμήθηκε), της γενοκτονίας των Εβραίων συμπεριλαμβανομένης,
κι έγινε ο πιο πιστός σύμμαχος του Αξονα στην εξωτερική πολιτική. Ο
Γκιούλα Γκέμπες, μάλιστα, ένας από τους πολλούς ηγέτες του, έπλασε
πρώτος τον όρο «εθνικοσοσιαλισμός». Μία από τις ελάχιστες διαφορές όμως
του ουγγρισμού -τον οποίο επαγγέλλονταν οι ούγγροι ναζί- από τον
γερμανικό ναζισμό ήταν ότι τόνιζε την κληρονομιά όχι της κλασικής
αρχαιότητας, αλλά των μεσαιωνικών Μαγυάρων και Αβάρων.
Οι αναφορές των γερμανών ναζί στην αρχαία Ελλάδα
μαρτυρούσαν πολιτισμική αμηχανία μάλλον παρά οποιαδήποτε εκλεκτική τους
συγγένεια με το αττικό ή, έστω, το σπαρτιατικό πνεύμα. Οπως και οι
υπόλοιπες πολιτισμικές επιλογές τους, σκοπό είχαν να κρύψουν μάλλον
παρά να αποκαλύψουν την πολιτική ουσία του κινήματός τους: την
καταστολή της κοινωνικής και πολιτισμικής αμφισβήτησης, και ιδίως της
αριστεράς, η οποία είχε γίνει επίφοβη μετά την εδραίωση της Σοβιετικής
Ενωσης. Οι «εύκολες» και «έγκυρες» πολιτισμικές φόρμες, με μεγάλη λαϊκή
απήχηση, που υιοθετούσε ο ναζισμός έπαιζαν ρόλο αναισθητικού· ήθελαν
απλώς να ναρκώσουν τον πληθυσμό, ενάντια στον οποίο κήρυσσε ταυτόχρονα
γενική επίθεση η οικονομική και κοινωνική πολιτική του Χίτλερ. Η
κλασική αρχαιότητα, άτυχη και απροστάτευτη, έγινε στα χέρια τους
προπέτασμα του Αουσβιτς. Αλλά, σίγουρα, δεν έφταιγε η ίδια γι' αυτό.
Πάνω
χέρι - κάτω χέρι. Ο ναζιστικός χαιρετισμός, όπως αυτός στους
Ολυμπιακούς Αγώνες στο Βερολίνο το 1936, ήταν υποχρεωτικός σε όλους και
κατάγεται από το χαιρετισμό των ρωμαϊκών λεγεώνων. Οι ναζί, δηλαδή, τον
αντέγραψαν από άλλον παλαιό πολιτισμό.