Το όνομα του προέδρου της Κύπρου φέρεται πως αναφωνούσε ο Ραούφ Ντενκτάς στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν.
Εφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 88 ετών, ο πρώην ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Ρούφ Ντενκτάς, όπως ανακοίνωσαν μέλη της οικογένειάς του.
O Ντενκτάς, που αντιμετώπιζε σοβαρά πρόβληματα στα νεφρά και στο συκώτι, είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο στις 8 Ιανουαρίου.
Το όνομα του του προέδρου της Κύπρου φέρεται πως αναφωνούσε ο Ραούφ
Ντενκτάς στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν. «Χριστόφια . Χριστόφια»
φέρεται πως φωνάζε ο τουρκοκύπριος ηγέτης σύμφωνα με την οικογένεια
του. Οι συγγενείς του ανέφεραν πως Ντενκτάς σε κάποια φάση άρχισε να
μιλά ελληνικά και να λέει κάποια πράγματα που κανένας δεν καταλάβαινε
και όλοι του ζήτησαν να μιλά τουρκικά ή Αγγλικά για να τον
καταλαβαίνουν.
Το βιογραφικό του Ραούφ Ντενκτάς
Ο Ντενκτάς αποφοίτησε από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Κατά την διάρκεια
των ετών 1941-1943 εργάστηκε ως μεταφραστής, δημοδιδάσκαλος, καθώς και
ως δικαστικός υπάλληλος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου. Το 1944,
μετέβη στο Λονδίνο, όπου σπούδασε Νομικά στο Λίνκολς Ινν με υποτροφία
του Βρετανικού Συμβουλίου (British Council). Αποφοίτησε το 1947 και
επέστρεψε στην Κύπρο, όπου άρχισε να αναμειγνύεται και στην πολιτική.
Αναμείχθηκε για πρώτη φορά στα κοινά υπέρ της τουρκοκυπριακής κοινότητος
το 1948, οπότε υπηρέτησε ως μέλος της τουρκοκυπριακής αντιπροσωπείας
κατά την Διασκεπτική Συνέλευση. Η διάσκεψη αυτή συνεκλήθη από τον τότε
Κυβερνήτη της Κύπρου Λόρδο Γουίνστερ, με σκοπό να διερευνηθεί η
δυνατότητα εισαγωγής νέου συντάγματος στην Κύπρο. Λίγο αργότερα (1949)
διορίστηκε από τους Άγγλους αποικιοκράτες Δικηγόρος του Στέμματος (της
Εισαγγελίας), ενώ το 1953 έγινε Βοηθός Γενικός Εισαγγελεύς. Κατά το
διάστημα 1956-1958 υπηρέτησε ως Γενικός Εισαγγελεύς, αναλαμβάνοντας την
προώθηση πολλών υποθέσεων αγωνιστών της ΕΟΚΑ που οδηγούνταν στα
δικαστήρια και συνετέλεσε στην καταδίκη αρκετών.
Μετά την παραίτησή του από την θέση του Δικηγόρου του Στέμματος εξελέγη
–με την πλήρη υποστήριξη της Τουρκίας– πρόεδρος της Ομοσπονδίας
Τουρκοκυπριακών Συνδέσμων.
Μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας (16 Αυγούστου 1960) και
μέχρι τον Δεκέμβριο του 1963 ο Ντενκτάς εργάστηκε συνειδητά προς την
κατεύθυνση της υπονομεύσεως του κυπριακού κράτους, ακόμη και σε
περιόδους που η επίσημη Τουρκία υποστήριζε την διατήρηση του καθεστώτος
που είχε καθιερωθεί από τη Συμφωνία της Ζυρίχης. Προπαγάνδιζε υπέρ της
μη συνεργασίας των Τουρκοκυπρίων με τους Έλληνες της Κύπρου, αποθάρρυνε
τους ομοθρήσκους του να έχουν εμπορικές σχέσεις με τους Ελληνοκυπρίους
και προσπάθησε να εμποδίσει την επιστροφή των Τουρκοκυπρίων που είχαν
καταφύγει σε αμιγώς τουρκοκυπριακά χωριά κατά την διάρκεια του αγώνος
της ΕΟΚΑ στα χωριά τους. Ως μέλος της Τ.Μ.Τ., ασφαλώς ο Ντενκτάς θα είχε
υπ’ όψιν και θα ενέκρινε και ενέργειες της τρομοκρατικής αυτής
οργανώσεως, όπως την ανατίναξη του ίδιου του του δικηγορικού γραφείου,
καθώς και δύο τεμενών, μέσα στο 1962. Το ίδιο έτος κατηγορήθηκε,
εξάλλου, ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας των προοδευτικών
Τουρκοκυπρίων δημοσιογράφων Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Μουσαφέρ Γκιουρκάν,
οι οποίοι αρθρογραφούσαν υπέρ της συνεργασίας των δύο «κοινοτήτων».
Κατά την διάρκεια των αιματηρών γεγονότων της τουρκοκυπριακής ανταρσίας,
που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1963 εξ αφορμής της προτάσεως του
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για τροποποίηση δεκατριών σημείων του
Συντάγματος, ο Ντενκτάς είχε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τον Ιανουάριο του 1964 έλαβε μέρος στην πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου
για το Κυπριακό ζήτημα και τον επόμενο μήνα εμφανίσθηκε ως εκπρόσωπος
των Τουρκοκυπρίων στα Ηνωμένα Έθνη, όπου υπεραμύνθηκε των
τουρκοκυπριακών θέσεων και, διαστρέφοντας τα γεγονότα της ένοπλης
τουρκοκυπριακής ανταρσίας, προσήψε ψευδείς κατηγορίες κατά της Κυπριακής
Κυβερνήσεως. Ένεκα τούτου η κυβέρνηση της Δημοκρατίας τον κήρυξε
ανεπιθύμητο πρόσωπο και του απαγόρευσε την επάνοδο στην Κύπρο.
Τον Αύγουστο του 1964, κατά την διάρκεια των μαχών που έγιναν στην
περιοχή της Τηλλυρίας, ο Ντενκτάς αποβιβάσθηκε στην περιοχή της των
Κοκκίνων μαζί με αξιωματικούς από την Τουρκία και φοιτητές. Λόγω της
σφοδρής αντεπιθέσεως των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή, ο
Ντενκτάς και οι σύντροφοί του αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν με τουρκικό
πολεμικό πλοίο για να αποφύγουν την σύλληψη.
Τον Οκτώβριο του 1967, ο Ντενκτάς επεχείρησε για δεύτερη φορά να
εισέλθει παράνομα στην Κύπρο. Λόγω όμως των άσχημων καιρικών συνθηκών το
ψαροκάικο που τον μετέφερε αναγκάστηκε να τον αποβιβάσει σε ακτή της
Καρπασίας, αντί στη Λάρνακα, όπως προβλέπετο. Σε λίγο συνελήφθη από
αγροφύλακα και παραδόθηκε στην Εθνική Φρουρά. Ανακρίθηκε από Ελλαδίτες
αξιωματικούς και ομολόγησε ότι ήλθε στην Κύπρο κατ’ εντολήν των
τουρκικών αρχών. Το γεγονός της συλλήψεως του Ντενκτάς είχε όμως
διαρρεύσει, συνεπώς, εκτός από την Τουρκία, οι διπλωματικές αποστολές
των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, ζήτησαν φορτικά την απόλυσή του. Με
παρέμβαση του Μακαρίου μεταφέρθηκε από τα στρατιωτικά κρατητήρια στις
Κεντρικές Φυλακές και σε 48 ώρες απελάθηκε στην Τουρκία, εις ένδειξιν
«καλής θελήσεως» εκ μέρους της Κυβερνήσεως. Προηγουμένως υπέγραψε και
απέστειλε στον Γενικό Εισαγγελέα δήλωση μετάνοιας και σεβασμού στους
νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μετά τα γεγονότα της Κοφίνου, τον Νοέμβριο του 1967, και την αποχώρηση
της ελληνικής μεραρχίας, που ευρίσκετο στην νήσο από το 1964, ο
Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αναγκάσθηκε να αλλάξει πολιτική. Ξεκίνησαν
συνομιλίες με την τουρκοκυπριακή πλευρά τον Απρίλιο του 1968, οι οποίες
διευρύνθηκαν αργότερα με την συμμετοχή του Έλληνα συνταγματολόγου Μιχ.
Δεκλερή και του Τούρκου Ορχάν Αλντικαστί. Ο Ντενκτάς, επέστρεψε, τότε,
νομίμως στην Κύπρο και ορίστηκε εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων. Στις
συνομιλίες που διήρκεσαν μέχρι τις παραμονές της τουρκικής εισβολής, ο
Ντενκτάς φάνηκε επιδέξιος διαπραγματευτής. Ακολούθησε παρελκυστική
πολιτική, μέχρι που έγινε η τουρκική εισβολή, η οποία κατέληξε στην
κατοχή του 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εν τω μεταξύ,
συνέχισε να κρατά εγκλωβισμένες μεγάλες μάζες Τουρκοκυπρίων σε θυλάκους
ελεγχόμενους πλήρως από τους εξτρεμιστές και να παρακωλύει την
συνεργασία των ομοθρήσκων του με τους Ελληνοκυπρίους.
Το 1973, ο Ντενκτάς εξελέγη άνευ ανθυποψηφίου Αντιπρόεδρος της Κύπρου,
αφού ο Φαζίλ Κιουτσούκ εξαναγκάστηκε από την Άγκυρα να μην διεκδικήσει
την αντιπροεδρία, ενώ ο Α. Μπερμπέρογλου, ο οποίος είχε ξεκινήσει
προεκλογική εκστρατεία, εξαναγκάστηκε με βίαια μέσα να αποσύρει την
υποψηφιότητά του.
Μετά την τουρκική εισβολή (20-22 Ιουλίου και 14-16 Αυγούστου 1974), ο
Ραούφ Ντενκτάς κατέστη παντοδύναμος, έχοντας, εξάλλου, την πλήρη
υποστήριξη των κατοχικών στρατευμάτων. Έπραξε το παν διά την εδραίωση
του εδαφικού και πληθυσμιακού διαχωρισμού της Κύπρου. Εκδίωξε είκοσι
περίπου χιλιάδες εγκλωβισμένους Ελληνοκυπρίους που ζούσαν στην χερσόνησο
της Καρπασίας, ενώ εξανάγκασε και χιλιάδες Τουρκοκυπρίους που ζούσαν
στις ελεύθερες περιοχές να μεταβούν στα κατεχόμενα από τον τουρκικό
στρατό εδάφη. Ανακήρυξε στις 13 Φεβρουαρίου του 1975 τα κατεχόμενα εδάφη
σε «Ομόσπονδο Τουρκοκυπριακό Κράτος», ενώ στις 15 Νοεμβρίου του 1983
προέβη στην ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου», ενός
«κράτους» που αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία. Ακόμη, μετέφερε
δεκάδες χιλιάδες εποίκους από την Τουρκία με σκοπό την αλλοίωση του
δημογραφικού χαρακτήρος της Κύπρου.
Ο Ντενκτάς έχει συνομιλήσει μετά την τουρκική εισβολή με όλους τους
προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή με τους Αρχιεπίσκοπο
Μακάριο, Σπύρο Κυπριανού, Γιώργο Βασιλείου, Γλαύκο Κληρίδη και Τάσσο
Παπαδόπουλο. Στις συνομιλίες πάντοτε φαινόταν σκληρός, αδιάλλακτος και
ανυποχώρητος στις αρχικές του θέσεις.
Ο Ραούφ Ντενκτάς εργάστηκε μεθοδικά υπέρ των συμφερόντων της Τουρκίας,
αγνοώντας τους Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι υπέφεραν και αυτοί από την
πολιτική του, τόσο κατά το διάστημα 1955-1974, όσο και κατά το διάστημα
μετά την τουρκική εισβολή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μισοί περίπου
γηγενείς Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο μετά την
εισβολή.
Ο Ραούφ Ντενκτάς αποσύρθηκε από την πολιτική τον Απρίλιο του 2005, αφού
είχε ήδη αναγγείλει τον Μάιο του 2004 ότι δεν θα διεκδικούσε και πέμπτη
«προεδρική θητεία». Στην κατοχική ηγεσία τον διαδέχθηκε ο Μεχμέτ Αλί
Ταλάτ.